- ἀγόμφωτος
- ἀ-γόμφωτος, nicht zusammengenagelt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγόμφωτος — η, ο (Α ἀγόμφωτος, ον) [γομφῶ] αυτός που δεν έχει συναρμοστεί με γόμφους, δηλαδή με ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά νεοελλ. (για δόντια) αυτός που δεν είναι καλά στερεωμένος … Dictionary of Greek